ἐρεύθων

ἐρεύθων
ἐρεύθω
make red
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερεύθω — ἐρεύθω (Α) 1. κάνω κάτι ερυθρό, τό κοκκινίζω, τό χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”